- ἐπερείδομαι
- ἐπερείδωdrive againstpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
восклоняюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. ἐπερείδομαι) опираюсь, утверждаюсь; (ἀνακύπτω),… … Словарь церковнославянского языка
ανεπέρειστος — ἀνεπέρειστος, ον (Α) [επερείδομαι] αυτός που δεν ερείδεται πάνω σε κάτι, αστήριχτος, αβάσιμος (για επιχειρήματα, τεκμήρια, αιτιολογίες) … Dictionary of Greek
επερείδω — (AM ἐπερείδω) στηρίζω πάνω σε κάτι αρχ. μσν. σπρώχνω, μπήγω κάπου («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη [ἔγχος] νείατον ἐς κενεῶνα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. πιέζω με δύναμη («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.) 2. σπρώχνω την πόρτα για να κλείσει καλά 3. εντείνω… … Dictionary of Greek
ՅԵՆՈՒՄ — (յեցայ, ցի՛ր, ցեալ, յենօղ.) NBH 2 0355 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 11c, 12c, 13c չ. (լծ. թ. էան կէլմէք, տայանմաք ). ἑπαναπαύομαι , ἑπερείδομαι, ἑπιστηρίζομαι, πρόσκειμαι requiesco super, fulcior, innitor, adjaceo եւն. Տալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)